Ο Κανταρτζής ή Ζυγιστής
Κανταρτζής
ή ζυγιστής. Επάγγελμα που γέννησαν οι ανάγκες της καθημερινής συναλλαγής.
Συνήθως περιφέρονταν στις αγορές ή όπου χρειάζονταν ακόμα και στα πανηγύρια,
για να ζυγίσει κάποιο βάρος (τσουβάλι σιτάρι, καλαμπόκι, πατάτες, σφαχτό και
άλλα). Χρησιμοποιούσε κονταρόξυλο και σχοινί για να δένει τα αντικείμενα ώστε
να τα ζυγίσει με το καντάρι. Το καντάρι είχε μια βέργα με σημειωμένες χαρακιές
για τις οκάδες, που πάνω της μετακινούσαν το κρεμασμένο βαρίδι. Είχε ακόμα τα
γατζάκια που κρεμούσαν τα αντικείμενα.Είδη ζύγισης χρησιμοποιούσε και ο
πλανόδιος μανάβης, κρεοπώλης ή (χασάπης), παντοπώλης ή (μπακάλης).Ο πλανόδιος
μανάβης ήταν από τους πιο αγαπητούς μικροπωλητές στα χωριά. Σ'αυτό δεν
συντελούσε μόνο η εξυπηρέτηση και η προμήθεια των απαραίτητων τροφίμων στην
οικογένεια του χωρικού, αλλά η καθημερινή επαφή με τις νοικοκυρές δημιουργούσε
μια φιλική σχέση που τη διέκρινε η αμοιβαία εμπιστοσύνη. Ο μανάβης ιδιαίτερα,
όταν αυτός ήταν ευχάριστος και κοινωνικός άνθρωπος ενημέρωσε τις νοικοκυρές για
όσα γίνονταν στον κόσμο. Βλέπετε τότε δεν υπήρχαν τα ΜΜΕ και ο μανάβης
αποτελούσε ένα μέσο ενημέρωσης. Αυτός θα μετέφερε και τα διάφορα νέα από χωριό
σε χωριό. Τα πρώτα χρόνια ο πλανόδιος μανάβης χρησιμοποιούσε ένα από τα πιο
συμπαθητικά ζώα, το γαϊδουράκι. Το φόρτωσε με κοφίνια και από τις πλευρές
του. Μέσα είχε διάφορα ζαρζαβατικά ανάλογα με την εποχή γιατί τότε δεν υπήρχαν
θερμοκήπια και στην αγορά διακινούνταν μόνο τα εποχιακά. Απαραίτητα εργαλεία
ήταν η ζυγαριά (κρεμαστή), οι οκάδες και τα δράμια, που αργότερα έγιναν κιλά
και γραμμάρια. Δηλαδή με την παλάντζα ζύγιζαν μικρές ποσότητες, ενώ με το
καντάρι μεγάλες ποσότητες, όπως ένα τσουβάλι πατάτες και άλλα. O κρεοπώλης
(χασάπης) για να συντηρήσει το κρέας, επειδή δεν υπήρχαν ψυγεία, το έδενε με
σχοινιά και το κατέβαζε στο βάθος του πηγαδιού για να διατηρηθεί για 24 ώρες
τουλάχιστον.Αρχικά οι κρεοπώλεις ήταν πλανόδιοι, αλλά αργότερα στήθηκαν πάγκοι
και στεγάστηκαν σε ξύλινες παράγκες. Έπαιρναν τη χαντζάρα έκοβαν όσο ήθελε η
νοικοκυρά κι αφού ξεκρέμαγαν την παλάντζα, ζύγιζε το κρέας. Όταν ζύγιζε σφαχτό
χρησιμοποιούσε το καντάρι. Ο παντοπώλης ή (μπακάλης) πουλούσε ζάχαρη,
καφέ, αλεύρι, σταφίδες, στραγάλια, καραμέλες, ψάρια παστά, σαπούνι, ούζο,
τσίπουρο, οινόπνευμα, πετρέλαιο, κλωστές, φακές, ρύζι, πυροστιές, αξίνες και
άλλα. Τα όσπρια, η ζάχαρη και το ρύζι ήταν χύμα σε τσουβάλια (σακιά). Ο
μπακάλης έβαζε σε σακούλες αυτά τα προϊόντα με τη σέσουλα. Η σέσουλα ήταν
μικρό κοίλο φτυαράκι, κλειστή κουτάλα με λαβή. Τα υγρά εμπορεύματα τα ζύγιζαν
και αυτά με την οκά, αφού έπαιρναν το απόβαρο του μπουκαλιού. Τέλος, ο
παντοπώλης ζύγιζε τα προϊόντα του με τα δράμια και αργότερα με τα
γραμμάρια (οκά-κιλά).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου