Ο Βυρσοδέψης ή Ταμπάκηδες
Είμαι στην
ευχάριστη θέση να σας παρουσιάσω με αρκετές λεπτομέρειες την τέχνη κατεργασίας
του δέρματος ή τέχνη της δέψης, χάρη στην αφήγηση του κ. Αντωνίου Νέστορα υιό
του Αθανασίου. Βυρσοδέψη τρίτης γενιάς της οικογένειας Αντωνίου. Ο ανωτέρω
βυρσοδέψης (ταμπάκης) όπως συνήθιζαν να τον αποκαλούν θα μας οδηγήσει διαμέσου
της αφήγησης του στην αποκάλυψη της διαδικασίας κατεργασίας του δέρματος.
Σύμφωνα με
την εξιστόρηση ο παππούς του σε ηλικία 12 ετών πήγε στη Λάρισα και δούλεψε στα
Ταμπάκικα τα οποία βρισκόταν πίσω από το Αχίλλειο στα παλαιά σφαγεία της
Λάρισας. Απώτερος σκοπός του παππού του ήταν να μάθει όσο καλύτερα μπορούσε την
τέχνη ώστε να επιστρέψει πίσω στα Τρίκαλα και να ανοίξει δικό του εργαστήριο
όπως και το έκανε. Στον Άγια-Μονιώτη ποταμό λειτουργούσαν 70 βυρσοδεψεία τα
οποία κατέργαζαν γύρω στα 200.000 δέρματα το χρόνο. Ένα από αυτά ήταν του
παππού του στο οποίο δούλευε και ο πατέρας του όταν τελείωνε το σχολείο και στη
συνέχεια ακολούθησε το ίδιο επάγγελμα. Τα εργαστήρια αποτελούνταν από δύο μέρη.
Το ένα μέρος είχε να κάνει με την επεξεργασία του δέρματος οπότε χρειαζόταν
πολύ νερό και το δεύτερο με το φινίρισμα δηλαδή με την τελική βαφή η οποία δεν
ήθελε νερό, αλλά όσο το δυνατόν περισσότερη καθαριότητα για να μην υπάρχουν
σκόνες και άλλα ξένα μέρη που θα κολλούσαν πάνω στο δέρμα. Αυτά που προσπαθεί
να μας μεταφέρει είναι μια ολόκληρη ζωή και μια τεράστια ιστορία του δέρματος
όπως τα είχε μεταφέρει ο παππούς του και ο πατέρας του. Τα δέρματα τα έπαιρναν
οι ταμπάκηδες στεγνά. Σε πρώτη φάση έπρεπε να μαλακώσουν τα δέρματα όσο το
δυνατόν καλύτερα, έτσι τα έβαζαν μέσα
στο ποτάμι να μουσκέψουν ώστε να μαλακώσουν, συνήθως για 4 ημέρες. Μετά τα
έβγαζαν από το ποτάμι τα άνοιγαν στη μέση και καθάριζαν πρώτα το μαλλί,
ξύνοντάς το με κάτι μεγάλα μαχαίρια, τα οποία είχαν λαβές και από τις δύο
μεριές (έμοιαζαν κάπως με τα μαχαίρια που κόβουν τα κεφαλοτύρια στα
σούπερ-μάρκετ) και τα ονόμαζαν μανίκες. Το μαλλί του προβάτου τότε είχε πολύ
μεγάλη αξία τόση ώστε έβγαζαν από αυτό όλα τα έξοδα της κατεργασίας και την
αγορά του δέρματος, αλλά το μαλλί έπρεπε να είναι καθαρό, να μην έχει δηλαδή
ξένες ύλες όπως αγκάθια, κολτσίδες κ.α. Αφού τελείωναν με το καθάρισμα του
μαλλιού τα έβαζαν στο ποτάμι και τα έπλεναν ώστε να καθαρίσουν τελείως. Κατόπιν
τα έστρωναν το ένα πάνω στο άλλο με το μαλλί προς τα κάτω και τα άλειφαν με
ένα παχύρρευστο υγρό που αποτελούνταν από 25 κιλά σουλφούρ (θειούχο νάτριο σε
μικρά και λεπτά κομματάκια) και από 40 κιλά ασβέστη πολτό, τα οποία τα λιώνανε σε
νερό και σχημάτιζαν μια αλοιφή την οποία άπλωναν στα δέρματα με τους
ντεβερέδες* από την πίσω πλευρά προσέχοντας πάρα πολύ για να μην λερώσουν το
μαλλί τους, τα δίπλωναν στη μέση και τα άφηναν έτσι για περίπου 5 ώρες το
καλοκαίρι. Το χειμώνα τα άφηναν όλο το βράδυ λόγω της θερμοκρασίας του
περιβάλλοντος που ήταν διαφορετική. Αφού περνούσαν αυτές οι ώρες τα έπαιρναν
ένα-ένα τα έβαζαν πάνω σε καβαλέτα και με τα χέρια τραβούσαν και έβγαζαν το
μαλλί, και πριν βγουν τα γάντια τα πλαστικά
για να προστατέψουν τα χέρια τους από την καυστική αυτή αλοιφή και
προπάντων από το σουλφούρ, κατά διαστήματα βουτούσαν τα χέρια τους σε φορμόλη
(αυτή που χρησιμεύει σε ταριχεύσεις, βαλσάμωμα). Κατόπιν τα έβαζαν σε μεγάλα
μισοβάρελα, τις λεγόμενες ανέμες, τις οποίες γύριζαν κατά διαστήματα με τα
χέρια και στην δεκαετία του 1950 βάλανε μοτέρ. Εκεί μέσα έβαζαν 250 δέρματα, 15
κιλά σουλφούρ και 20 κιλά ασβέστη, τα αφήνανε 24 ώρες τα έπλεναν πολύ καλά και
πλέον τα δέρματα ήταν καθαρά από τρίχες. Αφού τα έβγαζαν έξω έπρεπε να τα καθαρίσουν
και να δώσουν τα δέρματα το επιθυμητό πάχος, το οποίο το έκαναν με τις μανίκες,
οι οποίες αυτή τη φορά ήταν κοφτερές, στη συνέχεια τα έβαζαν μέσα στην ανέμη
για να ακολουθήσει η διαδικασία του σαμά και κατόπιν της δέψης.
«Σαμάς». Το
υλικό που χρησιμοποιούσαν το σαμά ήταν τα κόπρανα των σκύλων και κουτσουλιές
από κότες. Αυτά τα έβαζαν σε μία τσιμεντένια κοντή στέρνα και με λίγο νερό τα
πατούσαν με τα πόδια τους ώστε να λιώσουν και να γίνουν μια ομοιόμορφη μάζα.
Αυτή τη μάζα την έριχναν μέσα στην ανέμη που ήταν τα δέρματα και τα άφηναν 24
ώρες. Κατά αυτόν τον τρόπο μπορούσαν και άνοιγαν τον πόρο του δέρματος, έβγαινε
η ρίζα της τρίχας και το δέρμα ήταν έτοιμο για το πικλάρισμα.
«Πικλάρισμα».
Μετά από ένα πολύ καλό πλύσιμο έριχναν περίπου 70 κιλά αλάτι και στη συνέχεια 6
κιλά θεϊκό οξύ (σπίρτο ή βιτριόλη) και μετά από 3 ώρες ακολουθούσε η δέψη που
γινόταν με χρώμιο και σόδα φαγητού. Το χρώμιο ήταν σε μορφή πέτρας, το έκαναν
σκόνη, το έλιωναν με οινόπνευμα και έκαναν την αναγωγή με ζάχαρη.
«Βαφή του
δέρματος». Έβαζαν τα δέρματα στις ανέμες με ζεστό νερό και στη συνέχεια έριχναν
το χρώμα, το ανακάτευαν και τέλος έριχναν το λάδι από λίπος φάλαινας για να
είναι το δέρμα μαλακό όταν στεγνώσει. Στη συνέχεια τα έβγαζαν από τις ανέμες
και τα άφηναν να στραγγίξουν. Αυτά που ήταν για λουστρίνια παπούτσια τα
τέντωναν τραβώντας τα δέρματα με σπάγκους μέσα σε ξύλινο πλαίσιο. Εάν ήταν για
ρούχα τα τελάρωναν καρφώνοντας με πολλά καρφιά γύρω-γύρω πάνω σε ξύλινο τελάρο,
και τα άφηναν στον ήλιο για να στεγνώσουν. Μόλις στέγνωναν τα δέρματα γινόταν η
τελική βαφή (φινίρισμα) με σφουγγάρια επάνω στο τελάρωμα και ήταν έτοιμα προς
χρήση.
«Δέρματα».
Δέρματα από κατσίκια γίνονταν τα παπούτσια και οι μπότες, από γίδες οι φόδρες
των παπουτσιών, αρνιά και πρόβατα για ρούχα και από μοσχάρια άρβυλα, γενικά
χοντρά παπούτσια.
*«Ντεβερές ή
ντεβερέδες». Είναι κοντάρια γύρω στο 1,50 μέτρο μήκος που στη μια άκρη είχαν
πολλά κομμάτια από κομμένα τσουβάλια (λινάτσες) από κανάβι.
ΕΓΑΛΕΙΟ ΤΟΥ ΒΥΡΣΟΔΕΨΗ (ΜΑΝΙΚΑ) |
ΒΥΡΣΟΔΕΨΕΙΟ (ΜΗΧΑΝΗΜΑ ΠΟΥ ΙΣΙΩΝΕΙ ΤΑ ΔΕΡΜΑΤΑ) |
ΤΑΜΠΑΚΗΔΕΣ ΣΤΟ ΤΕΛΑΡΩΜΑ ΓΙΑ ΝΑ ΙΣΙΩΣΟΥΝ ΚΑΙ ΝΑ ΣΤΕΓΝΩΣΟΥΝ ΤΑ ΔΕΡΜΑΤΑ |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου