Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2018

Σιδεράδες ή "Γύφτοι"

Οι Σιδεράδες ή "Γύφτοι"


Ο σιδεράς έπαιρνε το σίδερο το σμίλευε και του έδινε τη μορφή που ήθελε. Το σφυρί, το αμόνι, οι λαβίδες, το φυσερό και το καμίνι ήταν τα μοναδικά σύνεργα που διέθετε ο σιδεράς. Η δουλειά του ήταν δύσκολη και ανθυγιεινή. Ο χώρος όπου εργαζόταν ήταν σκοτεινός και φωτιζόταν από τη φωτιά που άναβε για να λιώσουν το μέταλλο. Οι τοίχοι και τα τζάμια ήταν καπνισμένα. Το δάπεδο ήταν χωματένιο και το καμίνι που ζέσταινε το σίδερο ήταν χτιστό. Όλη μέρα σφυρηλατούσε το πυρακτωμένο σίδερο με το σφυρί, για να του δώσει τη μορφή που ήθελε. Ζέσταινε το σίδερο στο καμίνι που έκαιγε με κάρβουνο, συντηρώντας τη φωτιά με το φυσερό. Όταν κοκκίνιζε το σίδερο, το έπαιρνε με την τσιμπίδα και το έβαζε πάνω στο αμόνι όπου άρχιζε να το σφυρηλατεί. Συνήθως είχε και βοηθούς ο σιδεράς που τον βοηθούσαν στο αμόνι. Ο σιδεράς έφτιαχνε σκαλιστήρια, υνιά, τσεκούρια, αλέτρια, πέταλα, τσαπιά και ότι άλλο χρειαζόταν ο γεωργός, ο υλοτόμος και όλοι οι χωριάτες.

Τέλος, τη μεγάλη Πέμπτη όλοι οι σιδεράδες γυρίζουν το αμόνι ανάποδα, γιατί πάνω σε αυτό έφτιαξαν τα καρφιά που σταύρωσαν τον Χριστό.



ΚΑΜΙΝΙ 


ΑΜΟΝΙ

ΑΜΟΝΙ

ΔΙΑΦΟΡΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΤΟΥ ΣΙΔΕΡΑ





Βυρσοδέψης ή Ταμπάκηδες

Ο Βυρσοδέψης ή Ταμπάκηδες

Είμαι στην ευχάριστη θέση να σας παρουσιάσω με αρκετές λεπτομέρειες την τέχνη κατεργασίας του δέρματος ή τέχνη της δέψης, χάρη στην αφήγηση του κ. Αντωνίου Νέστορα υιό του Αθανασίου. Βυρσοδέψη τρίτης γενιάς της οικογένειας Αντωνίου. Ο ανωτέρω βυρσοδέψης (ταμπάκης) όπως συνήθιζαν να τον αποκαλούν θα μας οδηγήσει διαμέσου της αφήγησης του στην αποκάλυψη της διαδικασίας κατεργασίας του δέρματος.

Σύμφωνα με την εξιστόρηση ο παππούς του σε ηλικία 12 ετών πήγε στη Λάρισα και δούλεψε στα Ταμπάκικα τα οποία βρισκόταν πίσω από το Αχίλλειο στα παλαιά σφαγεία της Λάρισας. Απώτερος σκοπός του παππού του ήταν να μάθει όσο καλύτερα μπορούσε την τέχνη ώστε να επιστρέψει πίσω στα Τρίκαλα και να ανοίξει δικό του εργαστήριο όπως και το έκανε. Στον Άγια-Μονιώτη ποταμό λειτουργούσαν 70 βυρσοδεψεία τα οποία κατέργαζαν γύρω στα 200.000 δέρματα το χρόνο. Ένα από αυτά ήταν του παππού του στο οποίο δούλευε και ο πατέρας του όταν τελείωνε το σχολείο και στη συνέχεια ακολούθησε το ίδιο επάγγελμα. Τα εργαστήρια αποτελούνταν από δύο μέρη. Το ένα μέρος είχε να κάνει με την επεξεργασία του δέρματος οπότε χρειαζόταν πολύ νερό και το δεύτερο με το φινίρισμα δηλαδή με την τελική βαφή η οποία δεν ήθελε νερό, αλλά όσο το δυνατόν περισσότερη καθαριότητα για να μην υπάρχουν σκόνες και άλλα ξένα μέρη που θα κολλούσαν πάνω στο δέρμα. Αυτά που προσπαθεί να μας μεταφέρει είναι μια ολόκληρη ζωή και μια τεράστια ιστορία του δέρματος όπως τα είχε μεταφέρει ο παππούς του και ο πατέρας του. Τα δέρματα τα έπαιρναν οι ταμπάκηδες στεγνά. Σε πρώτη φάση έπρεπε να μαλακώσουν τα δέρματα όσο το δυνατόν καλύτερα, έτσι  τα έβαζαν μέσα στο ποτάμι να μουσκέψουν ώστε να μαλακώσουν, συνήθως για 4 ημέρες. Μετά τα έβγαζαν από το ποτάμι τα άνοιγαν στη μέση και καθάριζαν πρώτα το μαλλί, ξύνοντάς το με κάτι μεγάλα μαχαίρια, τα οποία είχαν λαβές και από τις δύο μεριές (έμοιαζαν κάπως με τα μαχαίρια που κόβουν τα κεφαλοτύρια στα σούπερ-μάρκετ) και τα ονόμαζαν μανίκες. Το μαλλί του προβάτου τότε είχε πολύ μεγάλη αξία τόση ώστε έβγαζαν από αυτό όλα τα έξοδα της κατεργασίας και την αγορά του δέρματος, αλλά το μαλλί έπρεπε να είναι καθαρό, να μην έχει δηλαδή ξένες ύλες όπως αγκάθια, κολτσίδες κ.α. Αφού τελείωναν με το καθάρισμα του μαλλιού τα έβαζαν στο ποτάμι και τα έπλεναν ώστε να καθαρίσουν τελείως. Κατόπιν τα έστρωναν το ένα πάνω στο άλλο με το μαλλί προς τα κάτω και τα άλειφαν με ένα παχύρρευστο υγρό που αποτελούνταν από 25 κιλά σουλφούρ (θειούχο νάτριο σε μικρά και λεπτά κομματάκια) και από 40 κιλά ασβέστη πολτό, τα οποία τα λιώνανε σε νερό και σχημάτιζαν μια αλοιφή την οποία άπλωναν στα δέρματα με τους ντεβερέδες* από την πίσω πλευρά προσέχοντας πάρα πολύ για να μην λερώσουν το μαλλί τους, τα δίπλωναν στη μέση και τα άφηναν έτσι για περίπου 5 ώρες το καλοκαίρι. Το χειμώνα τα άφηναν όλο το βράδυ λόγω της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος που ήταν διαφορετική. Αφού περνούσαν αυτές οι ώρες τα έπαιρναν ένα-ένα τα έβαζαν πάνω σε καβαλέτα και με τα χέρια τραβούσαν και έβγαζαν το μαλλί, και πριν βγουν τα γάντια τα πλαστικά  για να προστατέψουν τα χέρια τους από την καυστική αυτή αλοιφή και προπάντων από το σουλφούρ, κατά διαστήματα βουτούσαν τα χέρια τους σε φορμόλη (αυτή που χρησιμεύει σε ταριχεύσεις, βαλσάμωμα). Κατόπιν τα έβαζαν σε μεγάλα μισοβάρελα, τις λεγόμενες ανέμες, τις οποίες γύριζαν κατά διαστήματα με τα χέρια και στην δεκαετία του 1950 βάλανε μοτέρ. Εκεί μέσα έβαζαν 250 δέρματα, 15 κιλά σουλφούρ και 20 κιλά ασβέστη, τα αφήνανε 24 ώρες τα έπλεναν πολύ καλά και πλέον τα δέρματα ήταν καθαρά από τρίχες. Αφού τα έβγαζαν έξω έπρεπε να τα καθαρίσουν και να δώσουν τα δέρματα το επιθυμητό πάχος, το οποίο το έκαναν με τις μανίκες, οι οποίες αυτή τη φορά ήταν κοφτερές, στη συνέχεια τα έβαζαν μέσα στην ανέμη για να ακολουθήσει η διαδικασία του σαμά και κατόπιν της δέψης.

«Σαμάς». Το υλικό που χρησιμοποιούσαν το σαμά ήταν τα κόπρανα των σκύλων και κουτσουλιές από κότες. Αυτά τα έβαζαν σε μία τσιμεντένια κοντή στέρνα και με λίγο νερό τα πατούσαν με τα πόδια τους ώστε να λιώσουν και να γίνουν μια ομοιόμορφη μάζα. Αυτή τη μάζα την έριχναν μέσα στην ανέμη που ήταν τα δέρματα και τα άφηναν 24 ώρες. Κατά αυτόν τον τρόπο μπορούσαν και άνοιγαν τον πόρο του δέρματος, έβγαινε η ρίζα της τρίχας και το δέρμα ήταν έτοιμο για το πικλάρισμα.

«Πικλάρισμα». Μετά από ένα πολύ καλό πλύσιμο έριχναν περίπου 70 κιλά αλάτι και στη συνέχεια 6 κιλά θεϊκό οξύ (σπίρτο ή βιτριόλη) και μετά από 3 ώρες ακολουθούσε η δέψη που γινόταν με χρώμιο και σόδα φαγητού. Το χρώμιο ήταν σε μορφή πέτρας, το έκαναν σκόνη, το έλιωναν με οινόπνευμα και έκαναν την αναγωγή με ζάχαρη.

«Βαφή του δέρματος». Έβαζαν τα δέρματα στις ανέμες με ζεστό νερό και στη συνέχεια έριχναν το χρώμα, το ανακάτευαν και τέλος έριχναν το λάδι από λίπος φάλαινας για να είναι το δέρμα μαλακό όταν στεγνώσει. Στη συνέχεια τα έβγαζαν από τις ανέμες και τα άφηναν να στραγγίξουν. Αυτά που ήταν για λουστρίνια παπούτσια τα τέντωναν τραβώντας τα δέρματα με σπάγκους μέσα σε ξύλινο πλαίσιο. Εάν ήταν για ρούχα τα τελάρωναν καρφώνοντας με πολλά καρφιά γύρω-γύρω πάνω σε ξύλινο τελάρο, και τα άφηναν στον ήλιο για να στεγνώσουν. Μόλις στέγνωναν τα δέρματα γινόταν η τελική βαφή (φινίρισμα) με σφουγγάρια επάνω στο τελάρωμα και ήταν έτοιμα προς χρήση.

«Δέρματα». Δέρματα από κατσίκια γίνονταν τα παπούτσια και οι μπότες, από γίδες οι φόδρες των παπουτσιών, αρνιά και πρόβατα για ρούχα και από μοσχάρια άρβυλα, γενικά χοντρά παπούτσια.

*«Ντεβερές ή ντεβερέδες». Είναι κοντάρια γύρω στο 1,50 μέτρο μήκος που στη μια άκρη είχαν πολλά κομμάτια από κομμένα τσουβάλια (λινάτσες) από κανάβι.

 

ΕΓΑΛΕΙΟ ΤΟΥ ΒΥΡΣΟΔΕΨΗ (ΜΑΝΙΚΑ)

ΒΥΡΣΟΔΕΨΕΙΟ (ΜΗΧΑΝΗΜΑ ΠΟΥ ΙΣΙΩΝΕΙ ΤΑ ΔΕΡΜΑΤΑ)

ΤΑΜΠΑΚΗΔΕΣ ΣΤΟ ΤΕΛΑΡΩΜΑ ΓΙΑ ΝΑ ΙΣΙΩΣΟΥΝ ΚΑΙ ΝΑ ΣΤΕΓΝΩΣΟΥΝ ΤΑ ΔΕΡΜΑΤΑ

Καρεκλάς

Ο Καρεκλάς

Με τη χρησιμοποίηση ξύλων από πλάτανο ή από άλλα άγρια συνήθως δέντρα και με τη βοήθεια σχοινιών από βουρλιά ή αφράτου των ποταμών, ο καρεκλάς δημιουργούσε τις καρέκλες που ήταν τριών ειδών. Οι συνηθισμένες με κάθισμα και πλάτη πίσω, οι κοντούλες που δεν είχαν πλάτη και οι ραχατλίδικες οι οποίες το ένα από τα μπροστινά πόδια ήταν υπερυψωμένο και συνδεόταν με το πίσω πόδι με πλάγιο ξύλινο μπράτσο ώστε να χρησιμεύει για να ακουμπάει αυτός που κάθεται.



ΨΑΘΙΝΗ ΚΑΡΕΚΛΑ
ΔΙΑΦΟΡΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΚΑΙ ΨΑΘΙΝΕΣ ΚΑΡΕΚΛΕΣ

ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΡΕΚΛΑ



Βαρελάς ή Βαρελοποιός

Ο Βαρελάς ή Βαρελοποιός

Παλιός βαρελοποιός από την Μηλιά Μετσόβου, που σήμερα ζει και κατοικεί στα Τρίκαλα Θεσσαλίας μου διηγείται την ιστορία και την τέχνη για την κατασκευή των βαρελιών και όχι μόνο.

Τα ξύλα που χρησιμοποιούσε ήταν το πεύκο, οξιά και το ρόμπολο. Πρώτη διαδικασία ήταν να κάνει αίτηση στο δασαρχείο ώστε να του παραχωρήσουν την ξυλεία που ήθελε όπως πεύκο, οξιά. Επίσης, να του παραχωρήσουν και τα κατακείμενα ξύλα (δηλαδή τα ξύλα που υπήρχαν στο έδαφος) όταν ήταν για το ρόμπολο. Αυτά συλλέγονταν και ο βαρελοποιός επεξεργαζόταν το ξύλο ώστε να το δώσει τη μορφή που ήθελε. Το ξύλο περνούσε από ειδική επεξεργασία και στη συνέχεια το έκοβαν σε λεπτές σανίδες. Πριν πολλά χρόνια, στην αρχή, το έκαιγαν για να παίρνει την κατάλληλη κλίση αλλά αργότερα αλλάξανε τη διαδικασία αυτή. Τώρα βρέχανε τις λεπτές σανίδες για να παίρνουν εύκολα την κλίση που ήθελαν. Κατόπιν γινόταν το δέσιμο γύρω από τον επίπεδο πυθμένα και τις στερέωναν με τα σιδερένια στεφάνια που τα χτυπούσαν με ένα ειδικό εργαλείο, το ματσακόνι, για να σφίξουν καλά. Κατασκευάζανε βαρελάκι νερού, τυριού, κρασοβάρελα, κάδους για τα σταφύλια (για τη ζύμωση), κανάτες για νερό, κλειδοπίνακα κ.α.

Τέλος, τα εργαλεία που χρησιμοποιούσε ο βαρελοποιός ήταν: κουφοσκέπαρνο, μπλάνι χεριού μεγάλη και μικρή, τσεκουράκι ή πελέκι, κόφτρα, διαβήτη, σκεπάρνι, πατούρα των βαρελιών, πριόνι ή μπαρζιόλι, αμόνι, ζουμπά για τα στεφάνια και το ματσακόνι (είδος σφυριού).

·        Ο αφηγητής θέλησε την ανωνυμία του.

 

ΜΙΚΡΟ ΞΥΛΙΝΟ ΒΑΡΕΛΙ
ΣΚΕΠΑΡΝΙ ΚΑΙ ΠΡΙΟΝΙ Ή ΜΠΡΑΤΣΟΝΙ

ΚΟΦΤΡΑ

ΠΑΤΟΥΡΑ ΤΩΝ ΒΑΡΕΛΙΩΝ

ΔΙΑΦΟΡΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΤΟΥ ΒΑΡΕΛΟΠΟΙΟΥ

ΜΙΚΡΗ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΜΠΛΑΝΗ

ΜΕΓΑΛΗ ΜΠΛΑΝΗ

ΔΙΑΦΟΡΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ

ΑΜΟΝΙ

ΖΟΥΜΠΑΣ ΓΙΑ ΤΑ ΣΤΕΦΑΝΙΑ

ΔΙΑΦΟΡΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΤΟΥ ΒΑΡΕΛΟΠΟΙΟΥ


Καλαθάς ή Καλαθοποιός

Ο Καλαθάς ή Καλαθοποιός

Ο κύριος Κώστας Πάσιος (ρομά) από τα Τρίκαλα Θεσσαλίας μου διηγείται την ιστορία και την τέχνη για την κατασκευή διαφόρων καλαθιών. Η περιοχή των Τρικάλων είναι άφθονη σε αυτοφυή καλάμια και λυγαριές για αυτό κατά το παρελθόν υπήρχαν πολλοί που κάνανε το επάγγελμα του καλαθοποιού. Πήγαινε και έκοβε καλάμια και λυγαριές που φύτρωναν κοντά σε όχθες ποταμών και σε κανάλια. Στη συνέχεια, αφού καθάριζε τα καλάμια τα στέγνωνε στον ήλιο και με τη βοήθεια ενός κοφτερού μαχαιριού τα έσχιζε σε μακρές λωρίδες. Μετά έκανε τον σκελετό του καλαθιού από κλαδιά λυγαριάς και επάνω σε αυτόν έπλεκε τα σχισμένα καλάμια για να κάνει καλάθι, κοφίνι, γαλίκι κ.α. Έπειτα τα πουλούσε σε διάφορα παζάρια.


ΚΑΝΙΣΤΡΑ

ΜΙΚΡΟ ΚΑΛΑΘΙ
ΜΕΓΑΛΟ ΚΑΛΑΘΙ

ΚΑΛΑΘΟΠΟΙΟΣ ΕΝ ΩΡΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΚΑΛΑΘΟΠΟΙΟΣ ΕΝ ΩΡΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΤΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΑΘΟΠΟΙΟΥ




Λούστρος

Ο Λούστρος

Επαγγελματίας λούστρος ήταν αυτός που περιφέρονταν σε διάφορα στέκια της πόλης, καφενεία, καταστήματα, υπηρεσίες και διάφορα σημεία των δρόμων, και έβαφε τα παπούτσια των πελατών του. Ο εξοπλισμός που διέθετε ήταν ένα ξύλινο κασελάκι (κιβώτιο) που στις πλαϊνές του θήκες είχε τις μπογιές των παπουτσιών, τις βούρτσες και ότι άλλο χρειαζόταν ο λούστρος για τον καθαρισμό και το γυάλισμα των παπουτσιών. Το κασελάκι αυτό με ένα μακρύ, γερό, δερμάτινο λουρί κρεμιόταν στον ώμο του ιδιοκτήτη, ο οποίος στο άλλο χέρι κρατούσε κι ένα μικρό καρεκλάκι. Αυτή ήταν όλη η περιουσία του λούστρου, που την μετέφερε εύκολα από το ένα στέκι στο άλλο. Ο πελάτης τοποθετούσε το πόδι του στο κέντρο του κιβωτίου, πάνω σε μια μπρούτζινη υπερυψωμένη βάση σε σχήμα παπουτσιού και ο λούστρος άρχιζε τη δουλειά του με γρήγορες κινήσεις, καθάρισμα, βάψιμο, γυάλισμα πρώτα του ενός παπουτσιού, ύστερα του άλλου. Μάλιστα πριν χρησιμοποιήσει τη μπογιά του τοποθετούσε δυο κομμάτια χαρτόνια στα πλαϊνά του παπουτσιού, ώστε να μη λερώσει τις κάλτσες του πελάτη του. Τέλος, το επάγγελμα του λούστρου σήμερα έχει εκλείψει, μετά τις τόσες εύκολες βαφές παπουτσιών που κυκλοφορούσαν στο εμπόριο και μπορεί ο καθένας να βάψει εύκολα τα παπούτσια του.  


ΞΥΛΙΝΟ ΚΑΣΕΛΑΚΙ ΤΟΥ ΛΟΥΣΤΡΟΥ

ΞΥΛΙΝΟ ΚΑΣΕΛΑΚΙ ΤΟΥ ΛΟΥΣΤΡΟΥ  ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟ ΣΚΑΜΝΑΚΙ

ΤΟ ΚΑΣΕΛΑΚΙ ΤΟΥ ΛΟΥΣΤΡΟΥ

ΤΟ ΚΑΣΕΛΑΚΙ ΜΕ ΤΙΣ ΜΠΟΓΙΕΣ

ΤΟ ΚΑΣΕΛΑΚΙ ΜΕ ΤΙΣ ΜΠΟΓΙΕΣ

ΛΟΥΣΤΡΟΣ ΣΕ ΩΡΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ


Ξυλογλυπτική

Η Ξυλογλυπτική

Η ιστορία της ξυλογλυπτικής αρχίζει από την στιγμή που ο άνθρωπος με ένα αντικείμενο διαμόρφωσε ένα ξύλο που στην συνέχεια θα το χρησιμοποιούσε σαν εργαλείο, την στιγμή εκείνη γεννήθηκε η τέχνη της ξυλογλυπτικής. Στους προϊστορικούς χρόνους ακόμα ο άνθρωπος πριν μάθει την χρήση των γραμμάτων διαμόρφωσε ξύλινα  είδωλα, στους κλασσικούς χρόνους η ξυλογλυπτική, συμβαδίζει με την γλυπτική στην πέτρα και το μάρμαρο, περίτεχνα αγάλματα που κοσμούν τους ναούς έγιναν από πρωτοπόρους μαστόρους της αρχαιότητας. Στους χριστιανικούς χρόνους στις εκκλησίες κατασκευάζονται τέμπλα, καθίσματα κλπ, είδη χρήσιμα στην εκκλησιαστική τελετουργία, η τέχνη αυτή διαδίδεται στην δύση από το Βυζάντιο με τις σταυροφορίες, εκεί η τέχνη επεκτείνεται σε ξυλόγλυπτα αγάλματα της Παναγίας, του Χριστού κλπ. Η ξυλογλυπτική σαν τέχνη ποτέ δεν χάθηκε από την Ελλάδα στις πιο σκοτεινές περιόδους υπήρχαν τεχνίτες με έργα τους που διασώθηκαν και θαμπώνουν το βλέμμα μας. Ο απλός βοσκός, με τον σουγιά του χάραξε αξιοπρόσεκτα σχέδια στην γκλίτσα του, οι μοναχοί έφτιαξαν εξαίρετα αντικείμενα μικρογλυπτικής. Τέλος πολλοί άνθρωποι που δεν ήταν επαγγελματίες περνούσαν πολλές ώρες δίνοντας σχήμα και διάφορες μορφές το ξύλο.


ΔΙΑΦΟΡΑ ΞΥΛΟΓΛΥΠΤΑ

ΔΙΑΦΟΡΑ ΞΥΛΟΓΛΥΠΤΑ

 ΔΙΑΦΟΡΑ ΞΥΛΟΓΛΥΠΤΑ
ΔΙΑΦΟΡΑ ΞΥΛΟΓΛΥΠΤΑ

ΔΙΑΦΟΡΑ ΞΥΛΟΓΛΥΠΤΑ

ΔΙΑΦΟΡΑ ΞΥΛΟΓΛΥΠΤΑ

ΔΙΑΦΟΡΑ ΞΥΛΟΓΛΥΠΤΑ

ΔΙΑΦΟΡΑ ΞΥΛΟΓΛΥΠΤΑ

ΡΟΚΑ ΓΝΕΣΙΜΑΤΟΣ

ΔΙΑΦΟΡΑ ΞΥΛΟΓΛΥΠΤΑ
ΚΛΙΤΣΑ

Κτίστης και Πετράς

Ο Κτίστης και Πετράς

Ο κτίστης ήταν στις πόλεις και στα χωριά πολύ διαδεδομένο επάγγελμα, επειδή τότε όλα τα σπίτια χτίζονταν με πέτρες απελέκητες και πελεκημένες. Οι κτίστες ακόμη έκαναν μερεμέτια, επισκεύαζαν παλιά σπίτια και άλλα. Σε αυτούς υπάγονται και οι πελεκάνοι που έβγαζαν και πελεκούσαν κατάλληλες για πελέκημα πέτρες κι έκαναν τις καμαρόπετρες, τις μυλόπετρες, τα γουδιά και τα πελέκια για τις πόρτες και τα παράθυρα. Οι ίδιοι έκαναν καμπαναριά που απαιτούσαν μεγάλη αντίληψη και προχωρημένη τεχνική.



ΠΑΛΙΟ ΜΥΣΤΡΙ 
ΔΙΑΦΟΡΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ


ΔΙΑΦΟΡΑ ΚΑΛΕΜΙΑ
ΒΑΡΙΟΠΟΥΛΑ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΑ ΚΑΛΕΜΙΑ

ΔΙΑΦΟΡΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΤΟΥ ΠΕΤΡΑ (ΒΑΡΙΟΠΟΥΛΕΣ, ΚΑΛΕΜΙΑ Κ.Α.)